μασχαλίζω — put under the arm pits pres subj act 1st sg μασχαλίζω put under the arm pits pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμασχαλίσθην — μασχαλίζω put under the arm pits aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) μασχαλίζω put under the arm pits aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μασχαλισθῆναι — μασχαλίζω put under the arm pits aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μασχαλισθήσῃ — μασχαλίζω put under the arm pits fut ind pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμασχαλίσθη — μασχαλίζω put under the arm pits aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμασχαλίσθης — μασχαλίζω put under the arm pits aor ind pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μασχαλίττει — μασχαλίσσει , μασχαλίζω put under the arm pits aor subj act 3rd sg (epic) μασχαλίσσει , μασχαλίζω put under the arm pits fut ind mid 2nd sg (epic) μασχαλίσσει , μασχαλίζω put under the arm pits fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μασχάλη — και μασκάλη και αμασκάλη, η (ΑM μασχάλη) 1. ανατ. κοιλότητα που σχηματίζεται στη ρίζα τού άνω άκρου ανάμεσα στον βραχίονα και στο θωρακικό τοίχωμα 2. (για ζώα) η κοιλότητα που σχηματίζεται μεταξύ τής ρίζας τών μπροστινών ποδιών και τού κορμού 3.… … Dictionary of Greek
μασχάλισμα — μασχάλισμα, τὸ (Α) [μασχαλίζω] (κυρίως στον πληθ.) τὰ μασχαλίσματα α) τα ακρωτηριασμένα μέλη δολοφονημένου, τα οποία ο δολοφόνος κρεμούσε από τη μασχάλη, τη δική του ή τού θύματος β) (κατά τον Ησύχ. και το λεξικό Σούδα) τεμάχια κρέατος από τον… … Dictionary of Greek
μασχαλισμός — Έθιμο διάφορων λαών κατά την αρχαιότητα. Αναφέρεται από τους τραγικούς ποιητές και σύμφωνα με αυτό, ο δολοφόνος έκοβε ένα μέλος του σώματος του νεκρού και το κρεμούσε από τον τράχηλο προς τη μασχάλη, προς αποτροπή της εκδίκησης του θύματος· η… … Dictionary of Greek