μασχαλίζω

μασχαλίζω
(Α μασχαλίζω) [μασχάλη]
νεοελλ.
φρ. «μασχαλίζω την άγκυρα»
ναυτ. κρεμώ την άγκυρα από τον μασχαλιστήρα
αρχ.
1. βάζω κάτι κάτω από τη μασχάλη
2. ακρωτηριάζω πτώμα, επειδή υπήρχε η πεποίθηση στους δολοφόνους ότι κόβοντας τα άκρα τού θύματός τους και τοποθετώντας τα κάτω από τις μασχάλες του ή κρεμώντας τα στον τράχηλο τού νεκρού ή τον δικό τους θα απέφευγαν την εκδίκηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μασχαλίζω — put under the arm pits pres subj act 1st sg μασχαλίζω put under the arm pits pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμασχαλίσθην — μασχαλίζω put under the arm pits aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) μασχαλίζω put under the arm pits aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασχαλισθῆναι — μασχαλίζω put under the arm pits aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασχαλισθήσῃ — μασχαλίζω put under the arm pits fut ind pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμασχαλίσθη — μασχαλίζω put under the arm pits aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμασχαλίσθης — μασχαλίζω put under the arm pits aor ind pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασχαλίττει — μασχαλίσσει , μασχαλίζω put under the arm pits aor subj act 3rd sg (epic) μασχαλίσσει , μασχαλίζω put under the arm pits fut ind mid 2nd sg (epic) μασχαλίσσει , μασχαλίζω put under the arm pits fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασχάλη — και μασκάλη και αμασκάλη, η (ΑM μασχάλη) 1. ανατ. κοιλότητα που σχηματίζεται στη ρίζα τού άνω άκρου ανάμεσα στον βραχίονα και στο θωρακικό τοίχωμα 2. (για ζώα) η κοιλότητα που σχηματίζεται μεταξύ τής ρίζας τών μπροστινών ποδιών και τού κορμού 3.… …   Dictionary of Greek

  • μασχάλισμα — μασχάλισμα, τὸ (Α) [μασχαλίζω] (κυρίως στον πληθ.) τὰ μασχαλίσματα α) τα ακρωτηριασμένα μέλη δολοφονημένου, τα οποία ο δολοφόνος κρεμούσε από τη μασχάλη, τη δική του ή τού θύματος β) (κατά τον Ησύχ. και το λεξικό Σούδα) τεμάχια κρέατος από τον… …   Dictionary of Greek

  • μασχαλισμός — Έθιμο διάφορων λαών κατά την αρχαιότητα. Αναφέρεται από τους τραγικούς ποιητές και σύμφωνα με αυτό, ο δολοφόνος έκοβε ένα μέλος του σώματος του νεκρού και το κρεμούσε από τον τράχηλο προς τη μασχάλη, προς αποτροπή της εκδίκησης του θύματος· η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”